βάπτισμα

βάπτισμα
βάπτισμα, ατος, τό (s. βαπτίζω; found only in Christian writers; ApcSed 14:6 [p. 136, 7 and 9 Ja.]; Just., D.; Mel., Fgm. 6 al.)
the ceremonious use of water for purpose of renewing or establishing a relationship w. God, plunging, dipping, washing, water-rite, baptism
of John’s rite (Orig., C. Cels. 1, 44, 13 al. [T. Jesus]) Mt 3:7; 21:25; Mk 11:30; Lk 7:29; 20:4; Ac 1:22; 10:37; 18:25; 19:3; β. μετανοίας Mk 1:4; Lk 3:3 (in these two passages with εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν [proclaiming] a baptism-with-repentance to receive forgiveness of sins) Ac 13:24; 19:4; GEb 13, 74.
of Christian rite β. φέρον ἄφεσιν ἁμαρτιῶν B 11:1; β. εἰς τὸν θάνατον Ro 6:4 (s. βαπτίζω 2b). ἓν β. Eph 4:5. The person baptized is at the same time buried w. Christ Col 2:12 v.l.; 1 Pt 3:21 (s. ἀντίτυπος). Compared to a soldier’s weapons IPol 6:2. τηρεῖν τὸ β. ἁγνὸν καὶ ἀμίαντον 2 Cl 6:9. Ritual directions D 7:1, 4.
an extraordinary experience akin to an initiatory purification rite, a plunge, a baptism.
metaph. of martyrdom Mk 10:38f; Lk 12:50; Mt 20:22f v.l. (s. GDelling, NovT 2, ’58, 92–115, and βαπτίζω 3c).
metaph. of salvation β. ἐν σωτηρίᾳ Ἀχερουσίας λίμνης b. in the saving waters of the Acherusian lake ApcPt Rainer 1, 4f (s. Ἀχερούσιος; EPeterson, Frühkirche, Judentum u. Gnosis ’59, 310ff).—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βάπτισμα — baptism neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτισμάτων — βάπτισμα baptism neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτίσμασι — βάπτισμα baptism neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτίσμασιν — βάπτισμα baptism neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτίσματα — βάπτισμα baptism neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτίσματι — βάπτισμα baptism neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαπτίσματος — βάπτισμα baptism neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Baptism — This article is about the Christian religious ceremony. For other uses, see Baptism (disambiguation). Baptism of Neophytes by Masaccio, 15th century, Brancacci Chapel, Florence.[ …   Wikipedia

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

  • βάφτισμα — το (AM βάπτισμα, Μ και βάπτισμαν) το μυστήριο του βαπτίσματος, η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο βαπτιζόμενος βυθίζεται τρεις φορές στο αγιασμένο νερό, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και εισέρχεται στους κόλπους της Εκκλησίας νεοελλ. 1. η χάρη που …   Dictionary of Greek

  • ολοβάπτισμα — το το βάπτισμα που γίνεται με πλήρη κατάδυση στο νερό, όπως είναι το βάπτισμα τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε αντιδιαστολή προς αυτό που γίνεται με ράντισμα, όπως είναι το βάπτισμα τών Δυτικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”